Οι γονείς του Γιώργου τον περιγράφουν ζωηρό και «δύσκολο», ήδη από τη γέννησή του. Έκλαιγε συνεχώς, είχε κωλικούς και απαιτούσε διαρκώς την προσοχή σου. Στον παιδικό σταθμό, δυσκολευόταν να ενταχθεί σε δραστηριότητες, ήταν επιθετικός και πάθαινε συνεχώς ατυχήματα. Αν και ήταν προετοιμασμένοι για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε στο δημοτικό, η ένταξη στην Α΄ ήταν πραγματικός εφιάλτης. Ο Γιώργος δεν μπορούσε να καθίσει στο θρανίο του, πεταγόταν συνεχώς, έβγαινε από την τάξη. Αντίστοιχα και η μελέτη στο σπίτι με τη μητέρα ήταν δύσκολη. Δεν έφερνε ποτέ τις εργασίες του, ανέβαλλε συνεχώς την ώρα που θα καθόταν στο γραφείο του, ασχολούνταν με οτιδήποτε εκτός της μελέτης.
Στο σχολείο ο δάσκαλος αναφέρει πως συνήθως δεν παρακολουθεί το μάθημα, είναι αφηρημένος ή κοιτάει έξω από το παράθυρο. Παρά τις παρατηρήσεις του μιλάει σε όποιο θρανίο και αν καθίσει, στριφογυρίζει στην καρέκλα του και ζητάει επανειλημμένα να βγει από την τάξη. Αρκετές φορές «πετάγεται» λέγοντας κάτι που δεν είναι σχετικό ή κάνοντας αστεία. Δεν είναι συνεπής, καθώς δεν φέρνει ολοκληρωμένες τις εργασίες του από το σπίτι και στα διαγωνίσματα κάνει συχνά λάθη απροσεξίας. Στο διάλειμμα, ενώ έχει φίλους, μπορεί να τσακώνεται ή να παρεξηγείται εύκολα μαζί τους.
Οι γονείς περιγράφουν τον Γιώργο ως ένα αδιάφορο παιδί, αρνητικό σε οτιδήποτε σχετικό με το σχολείο. Πιστεύουν ότι είναι «τεμπέλης» κι «αδιάφορος». Συχνά, ξεχνάει βιβλία και τετράδια στο σπίτι και αναγκάζονται να τηλεφωνήσουν σε κάποιο συμμαθητή του προκειμένου να «πάρουν» τα μαθήματα. Δεν έχει αίσθηση του χρόνου και «χαζεύει». Δεν υπακούει σε κανόνες, δεν προσέχει και συχνά έχει ριψοκίνδυνη συμπεριφορά που οδηγεί σε τραυματισμούς. Ξεχνάει τις υποχρεώσεις του, είναι ανοργάνωτος και πολλές φορές χάνει τα προσωπικά του αντικείμενα. Ωστόσο, μπορεί να ασχολείται για ώρες με τις δραστηριότητες που τον ενδιαφέρουν κυρίως με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Οι πολύχρονη επιστημονική έρευνα, έχει οδηγήσει στην ταυτοποίηση δύο ξεχωριστών διαστάσεων της συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν τη ΔΕΠΥ τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες. Η ύπαρξη των δύο αυτών διαστάσεων έχει επιβεβαιωθεί σε όλες τις εθνικές και πολιτισμικές ομάδες, παγκοσμίως.
Η Προσοχή αποτελεί ανώτερη γνωστική λειτουργία με πολλές διαστάσεις. Κατά συνέπεια, οι διαταραχές προσοχής μπορεί να είναι πολλαπλές, βάσει ποιοτικών αποκλίσεων από την τυπική λειτουργία. Η διάσταση της προσοχής που δυσλειτουργεί στα παιδιά με ΔΕΠΥ, είναι η ικανότητά τους να διατηρούν την προσοχή τους επικεντρωμένη σε δραστηριότητες- ακόμα και σε παιχνίδια, να θυμούνται και να ακολουθούν κανόνες και οδηγίες και να αντιστέκονται σε διάφορα ερεθίσματα του περιβάλλοντος που τους διασπούν. Η δυσλειτουργία αυτή αντανακλά προβλήματα στις ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου, γνωστές ως Εκτελεστικές ή Επιτελικές Λειτουργίες και κυρίως τη Μνήμη Εργασίας. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί, αναφέρουν ότι τα παιδιά φαίνεται να μην ακούν, να μην μπορούν να συγκεντρωθούν, δυσκολεύονται να ολοκληρώσουν εργασίες, ξεχνούν πράγματα και αλλάζουν δραστηριότητες συχνότερα από άλλα παιδιά της ηλικίας τους.
Τα ελλείμματα αυτά, διαπιστώνονται και σε νευροψυχολογικές δοκιμασίες (tests), στις οποίες τα παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν χαμηλότερες επιδόσεις σε ταχύτητα ολοκλήρωσης, κάνουν παρορμητικά λάθη, δυσκολεύονται να επιστρέψουν σε μια δραστηριότητα μετά από διακοπή και να παρακολουθήσουν τις αλλαγές των κανόνων που ισχύουν σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Αυτός ο τύπος ελλειμματικής προσοχής, διαφοροποιεί τη ΔΕΠΥ από τις μαθησιακές δυσκολίες και δεν παρατηρείται σε άλλες ψυχιατρικές διαταραχές που συχνά συνυπάρχουν με τη ΔΕΠΥ (άγχος, κατάθλιψη, διαταραχές διαγωγής).
Όπως και η προσοχή, η αναστολή της συμπεριφοράς αποτελεί μια πολυδιάστατη λειτουργία. Σε παιδιά με ΔΕΠΥ ειδικά, τα προβλήματα που εντοπίζονται αφορούν υψηλά επίπεδα άσκοπης κινητικότητας και συνεχείς νευρικές κινήσεις των άκρων, δυσκολία να παραμείνουν καθισμένα στη θέση τους όταν απαιτείται, θορυβώδες παιχνίδι, τρέχουν και σκαρφαλώνουν συνεχώς, μιλούν πολύ, διακόπτουν τους άλλους, δυσκολεύονται να περιμένουν τη σειρά τους.
Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν πως τα παιδιά κινούνται συνεχώς “σαν να έχουν μοτεράκι” και δεν μπορούν να περιμένουν. Δημιουργούν συχνά προβλήματα στο περιβάλλον τους, καθώς προκαλούν ζημιές κι είναι ιδιαίτερα δύσκολο για εκείνα να περιορίσουν τις κινήσεις τους. Στις περιπτώσεις που απαιτείται να παραμείνουν καθισμένα για αρκετή ώρα, παρουσιάζουν έντονη ανησυχία, κουνάνε νευρικά χέρια και πόδια και στριφογυρίζουν στην καρέκλα.
Η δυσκολία να ελέγξουν την παρόρμηση τους και να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους είναι ένα επιπλέον χαρακτηριστικό των παιδιών με ΔΕΠΥ. Γονείς και εκπαιδευτικοί αναφέρουν ότι τα παιδιά αυτά δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται τις απαγορεύσεις. Είναι ανυπόμονα, δεν περιμένουν να ακούσουν τις οδηγίες που τους δίνονται, διακόπτουν μια συζήτηση κι αναφέρονται συχνά σε κάτι που δεν είναι σχετικό με το συζητούμενο θέμα.
Tα προβλήματα υπερκινητικότητας– παρορμητικότητας εμφανίζονται πρώτα (σε ηλικία 3-4 ετών), ενώ τα ελλείμματα στην προσοχή εμφανίζονται σε ηλικία 5-7 ετών ή ακόμα και αργότερα (8-10 ετών). Αν και η υπερκινητικότητα φαίνεται να ελαττώνεται με την ηλικία, η απροσεξία παραμένει σχετικά σταθερή. Συνήθως η υπερκινητικότητα αποτελεί χαρακτηριστικό των παιδιών με ΔΕΠΥ προσχολικής ή πρώτης σχολικής ηλικίας.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ συχνά εμφανίζουν σημαντική μεταβλητότητα στα συμπτώματά τους ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Για παράδειγμα, τα παιδιά με ΔΕΠΥ, λειτουργούν καλύτερα σε καταστάσεις παιχνιδιού από ότι σε περιβάλλοντα που απαιτούν επιμονή στην εργασία (όπως οι σχολικές εργασίες για το σπίτι) ή όταν το αναμενόμενο είναι να παραμείνει κανείς καθισμένος (όπως θέατρο, κινηματογράφος, εστιατόριο). Η μεταβλητότητα αυτή των συμπτωμάτων παρατηρείται και στο σχολείο, στη διάρκεια της ημέρας, με περισσότερες δυσκολίες προς τις μεσημεριανές ώρες σε σχέση με το πρωί και στην τάξη σε σχέση με το διάλειμμα. Παρότι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ είναι πιθανότερο να εμφανιστούν σε καταστάσεις βαρετές και επαναλαμβανόμενες, εκδηλώνονται επίσης και σε περιβάλλοντα παιχνιδιού. Ένα κοινό παράπονο των γονέων είναι ότι όταν το παιδί τους ξεκινά μια δραστηριότητα, πηδά από το ένα παιχνίδι στο άλλο, με αποτέλεσμα να σκορπίζουν όλα τους τα παιχνίδια και να τα αφήνουν πεταμένα παντού. Ακόμα και σε ομαδικά, οργανωμένα παιχνίδια, τα παιδιά με ΔΕΠΥ δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τις οδηγίες και αποσπώνται από άλλα πράγματα. Η συμπεριφορά και η απόδοσή τους στα καθήκοντα δεν είναι σταθερές: τη μια μέρα έχουν καλή απόδοση (τελειώνουν γρήγορα τις εργασίες τους, παίρνουν καλούς βαθμούς) και την άλλη μέρα η απόδοσή τους είναι φτωχή.