Ο εκφοβισμός δεν είναι μάλλον ένα καινούργιο φαινόμενο. Εάν αναλογιστούμε τα παιδικά μας χρόνια ίσως όλοι μπορούμε να ανακαλέσουμε περιστατικά βίας, απειλών, χλευασμού και εξευτελισμού που συνέβησαν στους συμμαθητές μας ή ακόμα και σε εμάς τους ίδιους στα σχολικά μας χρόνια.
Τον εικοστό αιώνα φαίνεται όμως ότι το φαινόμενο του εκφοβισμού γίνεται αντικείμενο μελέτης και προσοχής και αναγνωρίζεται πιο έντονα στις περισσότερες κοινωνίες – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας – ως ένα πολύ σημαντικό φαινόμενο. Κατά καιρούς έχουν έρθει άλλωστε στο φως της δημοσιότητας καταστάσεις στις οποίες κάποιο παιδί ή έφηβος κακοποιήθηκε ή αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του εξ’αιτίας της εμπλοκής του ως θύμα σε περιστατικό εκφοβισμού από τους συμμαθητές του, φέρνοντας έτσι τον εκφοβισμό και τις συνέπειες του στο επίκεντρο. Οι περισσότεροι τώρα αναγνωρίζουν ότι ο εκφοβισμός δεν είναι μια «πλάκα» που λαμβάνει χώρα ως ένα φυσιολογικό κομμάτι εξέλιξης στην ανάπτυξη των παιδιών αλλά αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο. Είναι ένα τραυματικό γεγονός για όλους όσους εμπλέκονται: θύτες, θύματα και παρατηρητές.
Με τον όρο εκφοβισμό εννοούμε την επαναλαμβανόμενη επιθετική συμπεριφορά και βία στην οποία υπάρχει διαφοροποίηση της δύναμης και που έχει σκοπό την επιβολή και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου σε μαθητές από συμμαθητές τους (Juvonen & Graham, 2001; Olweus, 1991; Pepler & Craig, 2000 στους Crag & Pepler, 2007). Ο εκφοβισμός μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται: σωματικός εκφοβισμός (χτυπήματα, σωματική βία, τρικλοποδιές κλπ), λεκτικός εκφοβισμός (χυδαιολογία, διάδοση φημών, κοροϊδία, χλευασμός κ.α.) και έμμεσος ή σχεσιακός εκφοβισμός (κουτσομπολιό, αποκλεισμό του παιδιού από δραστηριότητες, απομάκρυνση όταν το παιδί πλησιάζει κ.α.).
Ο εκφοβισμός είναι ένα φαινόμενο μάλλον πολύπλοκο και πολύπλευρο, στο οποίο ενυπάρχουν δύο σημεία-κλειδιά. Πρώτον, ο εκφοβισμός αποτελεί μια μορφή επιθετικής-κακοποιητικής συμπεριφοράς από το άτομο που κατέχει περισσότερη δύναμη. Τα παιδιά και οι έφηβοι που εκφοβίζουν πάντα έχουν περισσότερη δύναμη από τα παιδιά που θυματοποιούνται. Η δύναμή τους μπορεί να απορρέει από τη σωματική υπεροχή όπως το μέγεθος, το ύψος, τη δύναμη, αλλά και από κοινωνική υπεροχή όπως έναν κυρίαρχο κοινωνικό ρόλο (π.χ. δάσκαλος σε σύγκριση με μαθητή). Η δύναμη, επίσης, μπορεί να προέρχεται από τη γνώση των ευάλωτων σημείων κάποιου άλλου (π.χ. παχυσαρκία ή αδυναμία/ βάρος εμφανώς κάτω του φυσιολογικού, μαθησιακές δυσκολίες, τραύλισμα, σεξουαλικός προσανατολισμός, οικογενειακό υπόβαθρο). Με άλλα λόγια, οι λόγοι που ένα παιδί διαλέγεται ως στόχος είναι πολλοί και διαφορετικοί και συνήθως αντικείμενο χλευασμού μπορεί να γίνει οποιοδήποτε χαρακτηριστικό το οποίο το παιδί αντιλαμβάνεται ως αδυναμία ή ως ευάλωτο σημείο (Haber & Glatzer, 2010).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό του εκφοβισμού είναι ότι επαναλαμβάνεται στο χρόνο. Με κάθε επαναλαμβανόμενο περιστατικό εκφοβισμού, οι δυνάμεις ενώνονται και ενοποιούνται: το παιδί που εκφοβίζει αυξάνει τη δύναμή του και το παιδί που εκφοβίζεται τη χάνει, σε μια συνεχή διαδικασία.
Με άλλα λόγια, ο εκφοβισμός δεν αποβλέπει στην επίλυση ενός προβλήματος, δεν αφορά σε ισοδύναμους «αντιπάλους» και για αυτό είναι σημαντικό να διαχωριστεί από τον καβγά και τον τσακωμό που συνήθως είναι αποτέλεσμα της κλιμάκωσης μιας σύγκρουσης και πολλές φορές είναι φυσιολογικός. Είναι, επίσης, σημαντικό να διαχωριστεί από το «πείραγμα» που συνήθως δεν αποβλέπει στην πρόκληση πόνου. Ας έχουμε, λοιπόν, στο νου μας ότι τα παιδιά ενδέχεται να καβγαδίσουν χωρίς κάποιο από τα μέλη να έχει πρόθεση για εκφοβισμό.
Διαβάζοντας τα σημάδια του εκφοβισμού
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι κάποιο παιδί γίνεται θύμα εκφοβισμού που είναι αρκετές για να μας θορυβήσουν και είναι σημαντικό να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας προκειμένου να βοηθήσουμε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αποτελεσματικά.
- Το παιδί επιστρέφει από το σχολείο επαναλαμβανόμενα με σκισμένα ρούχα, με απώλειες ή με καταστροφές στα προσωπικά του αντικείμενα
- Σωματικά σημάδια όπως μελανιές τα οποία προσπαθεί ενδεχομένως να καλύψει
- Φανερά σημάδια άγχους ή ανησυχίας αλλά άρνηση στο να πει τι του συμβαίνει: ας θυμόμαστε ότι ο εκφοβισμός συνήθως συνοδεύεται από μυστικότητα και οτι το παιδί που εκφοβίζεται μπορεί να φοβάται τις συνέπειες που θα υποστεί εάν πει σε κάποιον ενήλικα τι συμβαίνει
- Αρνείται ή βρίσκει προφάσεις και δικαιολογίες για να μην πάει σχολείο
- Απουσίες στο σχολείο
- Αργεί να πάει σχολείο και αργεί να επιστρέψει στο σπίτι: αυτό μπορεί να συμβαίνει προκειμένου να αποφύγη ενδεχόμενη συνάντηση με το θύτη
- Αρνείται να λάβει μέρος σε σχολικές δραστηριότητες που παλιότερα ίσως να προκαλούσαν ευχαρίστηση
- Πέφτει ξαφνικά η μαθησιακή του απόδοση και συνεπώς οι βαθμοί του
- Έχει συχνά πονοκεφάλους, στομαχόπονους ή και άλλα ψυχοσωματικά προβλήματα
- Έχει δυσκολίες στον ύπνο
- Παρουσιάζει ανεξήγητες αλλαγές στη διάθεση: αυτές οι αλλαγές μπορεί να περιλαμβάνουν απόσυρση, φόβο, εύκολο κλάμα, προσκόλληση, αναζήτηση της προσοχής από άλλους και αυξημένη επιθετικότητα
Αντιμετωπίζοντας το προβλημα του εκφοβισμού
Αρχικά είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε και να γνωρίσουμε το πρόβλημα. Αυτό μπορεί να γίνει συζητώντας με το παιδί και μαθαίνοντας όλες τις πλευρές του περιστατικού. Ας μην υπερεκτιμήσουμε ούτε να υποτιμήσουμε αυτό που συνέβη αλλά να αφουγκραστούμε τη σοβαρότητά του και να αποφασίσουμε μαζί με το παιδί εάν είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο του ή όχι. Καθώς τα παιδιά πολλές φορές δυσκολεύονται να ανοιχτούν και να μιλήσουν για το τι συνέβη είτε από ντροπή, είτε από ενοχές είτε από φόβο ότι μπορεί να τα κατηγορήσουμε ή και να τα τιμωρήσουμε, είναι σημαντικό να τους παρέχουμε ένα ασφαλές συναισθηματικό περιβάλλον στο οποίο θα μπορέσουν να εκφραστούν. Στο περιβάλλον αυτό χωράει η αποδοχή του παιδιού και του συμβάντος, η ενεργητική ακρόαση (δηλαδή ακούμε μετέχοντας είτε με λόγια είτε με πράξεις στα λεγόμενα του παιδιού) ενώ σε καμιά περίπτωση δε χωράει η κατηγορία και η απόδοση ευθύνης στο παιδί. Είναι γεγονός ότι στο άκουσμα της ιστορίας μπορεί να μας γεννηθούν αισθήματα θυμού ή και στενοχώρια, αλλά είναι σημαντικό να παραμείνουμε ψύχραιμοι προκειμένου να το αντιμετωπίσουμε.
Εάν είναι κάτι που μπορεί να λύσει μόνο του, τότε θα ήταν βοηθητικό να δουλέψουμε μαζί του προκειμένου να βρούμε τις κατάλληλες λύσεις. Στην προσπάθεια αυτή θα ήταν εξυπηρετικό να το φέρουμε σε επαφή με φίλους του που θα μπορούσαν να το βοηθήσουν. Σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν χρήσιμο να ζητήσουμε τη συμβολή του δασκάλου, του διευθυντή ή και ενός ειδικού επαγγελματία ο οποίος είναι σε θέση να μας βοηθήσει στην αντιμετώπιση του φαινομένου αλλά και στην αντιμετώπιση των ψυχο-συναισθηματικών συνεπειών που ενδέχεται να φέρει ο εκφοβισμός στο παιδί. Αν όλα τα προηγούμενα αποτύχουν, τότε ίσως θα πρέπει να απευθυνθούμε και να χρησιμοποιήσουμε το νομικό σύστημα που μας καλύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό που θα πρέπει να εξασφαλίσουμε είναι ότι το παιδί μας είναι συναισθηματικά και σωματικά ασφαλές και το ίδιο νιώθει ότι υπάρχει κάποιος που είναι σε θέση, ξέρει και θέλει να το προστατέψει.