«GROOMING»-ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ

ΜΑΡΙΑ ΔΑΡΑ

Η αποπλάνηση των παιδιών μέσω διαδικτύου αποτελεί έναν αυξανόμενο κίνδυνο στον ψηφιακό κόσμο με τραυματικές συνέπειες για τα παιδιά και τους εφήβους. Συγκεκριμένα, οι συνεχείς και ραγδαίες εξελίξεις στο χώρο της πληροφορικής, των τεχνολογιών επικοινωνίας και του διαδικτύου έχουν προσφέρει στα άτομα που επιδεικνύουν σεξουαλικό ενδιαφέρον για τα παιδιά μια νέα δίοδο επαφής και επικοινωνίας με αυτά και, συνεπώς, ένα νέο τρόπο να αποπλανήσουν τα θύματα με σκοπό τη σεξουαλική κακοποίηση. Ειδικό ενδιαφέρον έχουν συγκεντρώσει οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Instagram, TikTok) όπου μπορούν οι χρήστες να καταχωρήσουν και να δημοσιεύσουν προσωπικές πληροφορίες και να επικοινωνούν με άλλους χρήστες καθώς και οι υπηρεσίες άμεσης ανταλλαγής μηνυμάτων (π.χ. sms) αλλά και οι πλατφόρμες διαδικτυακών παιχνιδιών όπου μπορούν οι συμμετέχοντες να συνομιλούν στον πραγματικό χρόνο, ανεξαρτήτως των γεωγραφικών ορίων.

«Online Sexual Grooming»

Μόλις κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε τελευταίων ετών η διαδικασία του grooming έχει αναγνωριστεί σαν μέρος της διαδικασίας της θυματοποίησης των παιδιών στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Ως εκ τούτου ο ορισμός του grooming συνεχώς προσαρμόζεται και αναθεωρείται καθώς σταδιακά έρχονται στην επιφάνεια νέα επιστημονικά δεδομένα για το φαινόμενο αυτό. Με τον όρο «grooming» εννοούμε τη συμπεριφορά εκείνη του διαδικτυακού χρήστη που έχει σκοπό να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στο παιδί ώστε να πραγματοποιήσει μαζί του μια μυστική συνάντηση, «φυτεύοντας» ταυτόχρονα συναισθήματα ευθύνης στο παιδί. Η σεξουαλική κακοποίηση του θύματος, η παιδική πορνεία και η κακοποίηση μέσω πορνογραφικού υλικού ή η σωματική βία μπορεί να είναι τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης, κάτι που καθιστά το «grooming» ένα είδος ψυχολογικού χειρισμού που διεξάγεται μέσω του διαδικτύου, των κινητών τηλεφώνων ή άλλων τεχνολογιών (Berson, 2002). Επίσης, πολλές φορές χαρακτηρίζεται και ως αποπλάνηση προκειμένου να τονιστεί η αργή και σταδιακή διαδικασία της αποκάλυψης πληροφοριών για το παιδί και της οικοδόμησης μιας σχέσης εμπιστοσύνης μαζί του, καθιστώντας έτσι δύσκολη την ανίχνευση της συγκεκριμένης δραστηριότητας.

Ο ψυχολογικός και πνευματικός χειρισμός που ενυπάρχει στο φαινόμενο του grooming είναι μια διαδικασία της οποίας το χρονικό διάστημα ποικίλλει. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου η επαφή με το παιδί κλιμακώνεται ταχύτατα και περιπτώσεις που ο θύτης χειραγωγούσε το παιδί για περίπου δύο χρόνια πριν πραγματοποιηθεί μυστική συνάντηση και εν τέλει σεξουαλική κακοποίηση. Το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα έχει σαν αποτέλεσμα το παιδί να μην αντιλαμβάνεται ότι αυτός που συνομιλεί είναι ένας ξένος ενώ το χρονικό διάστημα εξαρτάται άμεσα από τον τύπο του χειρισμού και την ευπιστία του θύματος. Όπως, άλλωστε, υποστηρίζεται οι διαδικτυακοί σεξουαλικοί δράστες είναι συνήθως αρκετά υπομονετικοί προκειμένου να εδραιώσουν σχέση με τον έφηβο και να τη μεταφέρουν στο πραγματικό περιβάλλον.
Είναι γεγονός ότι η διαδικασία της αποπλάνησης του παιδιού μέσω διαδικτύου περιλαμβάνει τεχνικές που την κάνουν διαφορετική από τις άλλες μορφές παιδικής κακοποίησης. Συγκεκριμένα, στη διαδικασία του «grooming» η σωματική επαφή μεταξύ του δράστη και του παιδιού δεν είναι απαραίτητη προκειμένου να θυματοποιηθεί το παιδί ή ο έφηβος, καθώς το διαδίκτυο αποτελεί το μέσο εκείνο που διευκολύνει τη μακροπρόθεσμη θυματοποίηση του παιδιού που μπορεί να κρατήσει για χρόνια μέσω, για παράδειγμα, της διανομής των φωτογραφιών του παιδιού στο διαδίκτυο όπου μπορούν να μείνουν για πάντα.

Τα στάδια του «grooming»

Η διαδικασία της αποπλάνησης του παιδιού μέσω διαδικτύου περνά συνήθως από τέσσερα στάδια κατά τη διάρκεια των οποίων ο θύτης χρησιμοποιεί μια σειρά από τεχνικές:

1) Προετοιμασία της επαφής
Στο πρώτο στάδιο μια από τις πιο συχνές πρακτικές που χρησιμοποιεί ο θύτης είναι η δημιουργία ψεύτικης ταυτότητας, παρέχοντας έτσι ψευδείς πληροφορίες όσον αφορά στο όνομά του, στην ηλικία του και ακόμη δίνοντας παραπλανητική φωτογραφία. Έτσι, οι άμυνες του παιδιού δεν είναι ενεργοποιημένες καθώς πιστεύει ότι συνομιλεί με ένα συνομήλικο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θύτες δε δρουν πάντα σαν μεμονωμένα άτομα αλλά μπορεί να παρουσιαστούν σαν εκπρόσωποι μιας εταιρίας που ωφελεί τα παιδιά. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου ο θύτης προσποιούταν ότι είναι στέλεχος εταιρίας που παρέχει οικονομική βοήθεια σε παιδιά που το έχουν ανάγκη.

2) Επαφή με το θύμα και δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του θύτη είναι το λεγόμενο «καθρέφτισμα» (mirroring). Με τον όρο αυτό εννοείται ότι ο θύτης αντιγράφει ακριβώς το παιδί όσον αφορά στη συναισθηματική του κατάσταση, στα ενδιαφέροντα και στα γούστα του με σκοπό να νιώσει το παιδί ότι ταυτίζεται μαζί του και έτσι να ανακόψει κάποιες άμυνές του, σαν να είναι το είδωλό του στον καθρέφτη. Με άλλα λόγια, ο δράστης μιμείται τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού και αναπαράγει τα συναισθήματά του με σκοπό να μειώσει τις άμυνες και τις αναστολές του. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο αναπτυξιακό στάδιο της εφηβείας είναι χαρακτηριστική η τάση του εφήβου να ταυτίζεται με τους συνομιλήκους του στην προσπάθειά του να αντικαταστήσει τα γονεϊκά με άλλα πρότυπα και με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η φιλία ανάμεσα στους εφήβους που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στις ζωές τους.

Στη συνέχεια, ο θύτης προσπαθεί να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή του παιδιού, όπως σε ποιό σχολείο πηγαίνει, ποιές είναι οι συνήθειές του, ποιές είναι οι δραστηριότητές του κ.α.

Η δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης είναι ο πυρήνας της διαδικασίας της αποπλάνησης. Επιπλέον, η εμπιστοσύνη ελαχιστοποιεί την πιθανότητα να ενημερώσει το παιδί κάποιο ενήλικο (π.χ. γονείς, φίλους) για τη διαδικτυακή του σχέση ενώ καθιστά το παιδί πιο ευάλωτο στο να συμμορφωθεί με τις σεξουαλικές παραγγελίες. Ο σκοπός είναι να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον όπου το παιδί θα αισθάνεται μοναδικό και ότι ανάμεσα στο παιδί και το θύτη υπάρχει μια βαθιά και ουσιαστική σύνδεση. Η ιδιαίτερη αυτή σχέση μεταξύ του θύτη και του παιδιού αποτελεί θεμέλιο και για το συναισθηματικό εκβιασμό του παιδιού, καθώς οι θύτες αναγκάζουν το παιδί να εμπλακεί σε σεξουαλική δραστηριότητα προκειμένου να αντισταθμιστούν οι ενοχές που του έχουν προκληθεί από την αδυναμία του να «δείξει τη στοργή που ο θύτης έχει ανάγκη». Ο ψυχολογικός αυτός χειρισμός τύπου «αν με αγαπάς, θα το κάνεις αυτό για μένα» φαίνεται να είναι αρκετά κοινός στη διαδικασία του grooming (Wolak et al., 2004).

Προκειμένου να καθιερώσει μια στενή σχέση με το παιδί, ο θύτης πολλές φορές δωροδοκεί το παιδί με αντικείμενα αξίας όπως χρήματα, κινητά τηλέφωνα, παιχνίδια, ρούχα πετυχαίνοντας έτσι να νιώθει το παιδί πραγματικά ξεχωριστό. Επίσης, αυτά τα δώρα εξυπηρετούν στο να πιστοποιηθούν τα προσωπικά στοιχεία του παιδιού (π.χ. η διεύθυνσή του, ο αριθμός του τηλεφώνου του), να αυξήσουν την αξιοπιστία τoυ χρήστη στα μάτια του παιδιού αλλά και ειδικά στην περίπτωση των κινητών τηλεφώνων στο να γίνεται εύκολα η ανταλλαγή σεξουαλικών μηνυμάτων. Τα δώρα μπορεί να αποτελέσουν ένα δυνατό όπλο, καθώς έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου τα παιδιά επέτρεψαν την κακοποίησή τους λόγω μεγάλης ανταμοιβής. Η τελευταία αποτελεί περίπτωση παιδικής πορνείας.

Στη συνέχεια ο θύτης προσπαθεί να κάμψει κι άλλο τις άμυνες του παιδιού και βαθμιαία να το εισάγει σε σεξουαλικές συζητήσεις. Το σεξουαλικό στοιχείο θα εισαχθεί στη σχέση μεταξύ του δράστη και του παιδιού αφότου έχει καλλιεργηθεί η εμπιστοσύνη και έχει ισχυροποιηθεί ο δεσμός ανάμεσά τους. Οι σεξουαλικές συζητήσεις μπορεί να ξεκινήσουν γενικά όπως μια κουβέντα για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και να καταλήξουν με την αποστολή πορνογραφικού υλικού στο παιδί (συμπεριλαμβανομένης παιδικής πορνογραφίας ή και σκληρών πορνογραφικών εικόνων) ή τη φωτογράφιση του παιδιού σε σεξουαλικές στάσεις, με σκοπό να μειώσει την ντροπή, να εισάγει το παιδί στη γυμνότητα, να τονώσει την περιέργεια του γύρω από το σεξ και να χειραγωγήσει τις σεξουαλικές φαντασιώσεις του αλλά και να πείσει ότι η σεξουαλική δραστηριότητα (και των παιδιών) είναι κάτι φυσιολογικό και όχι κάτι το παράλογο ή κακοποιητικό.

Εφόσον τα παιδιά αποδεχτούν το πορνογραφικό υλικό πιέζονται από το δράστη να μην το αποκαλύψουν σε κανένα (π.χ. γονείς, φίλους). Με αυτό τον τρόπο πείθονται ότι μοιράζονται το ίδιο «ένοχο μυστικό» με τον παιδόφιλο. Η ενοχή ανέκαθεν αποτελούσε ένα σημαντικό όπλο για τους παιδόφιλους, καθώς τα παιδιά δεν έχουν φτάσει στο αναπτυξιακό εκείνο στάδιο που να επιτρέπει τη γνωστική και συναισθηματική επεξεργασία της συγκεκριμένης ψυχικής κατάστασης. Σαν αποτέλεσμα, τα παιδιά συχνά δεν αποκαλύπτουν το συγκεκριμένο περιστατικό σε κάποιο μεγαλύτερο.

Μια άλλη πρακτική που χρησιμοποιείται είναι η προσπάθεια να απομονώσει ο δράστης το παιδί από τους γύρω του. Δεδομένου ότι το παιδί έχει εμπιστευτεί πολλές προσωπικές πληροφορίες, εμπειρίες και συναισθήματα, ο θύτης τα χρησιμοποιεί για να το πείσει ότι είναι ο καλύτερός του φίλος και ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να τον βοηθήσει και να τον κατανοήσει όπως αυτός. Οι προσωπικές αυτές πληροφορίες μπορεί να χρησιμοποιηθούν και για το συναισθηματικό εκβιασμό του παιδιού. Εάν το παιδί, λοιπόν, θελήσει να διακόψει τη σχέση μπορεί να απειληθεί από το θύτη με τη δημοσιοποίηση των προσωπικών πληροφοριών που του είχε εμπιστευτεί. Σαν αποτέλεσμα, το παιδί φοβάται τις συνέπειες μιας τέτοιας αποκάλυψης και συνεχίζει τη σχέση του με το θύτη.

3) Προετοιμασία για την προσωπική συνάντηση.
Καθώς ο θύτης έχει στη διάθεσή του πολλές προσωπικές πληροφορίες του παιδιού, προγραμματίζει μια προσωπική συνάντηση.

4) Προσωπική συνάντηση
Η προσωπική συνάντηση είναι συνήθως ο κύριος και πρωταρχικό στόχος του θύτη.

Το προφίλ των παιδιών-θυμάτων του grooming

Τα θύματα του grooming είναι συνήθως έφηβοι ηλικίας 11 έως 17 ετών, ενώ σύμφωνα με έρευνες το κορίτσια είναι πιο ευάλωτα σε αυτό το φαινόμενο από τα αγόρια (Kim Kwang, 2009). Είναι πιθανό τα θύματα να ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία παιδιών που ξοδεύουν αρκετές ώρες στο διαδίκτυο και ιδιαίτερα στις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης και ανταλλαγής μηνυμάτων. Σύμφωνα με αποτελέσματα επιστημονικής έρευνας, όσο περισσότερο χρόνο κορίτσια έφηβοι ξοδεύουν στο διαδίκτυο τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουν να εκδηλώσουν επικίνδυνες συμπεριφορές όπως το να στείλουν προσωπικές τους φωτογραφίες σε αγνώστους ή να συναντήσουν κάποιο άτομο που γνώρισαν διαδικτυακά (Berson & Berson, 2005).

Σε γενικές γραμμές τα παιδιά και οι έφηβοι είναι πιο ευάλωτα στη χειραγώγηση και την αποπλάνηση καθώς δεν έχουν αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες και έχουν έλλειψη εμπειριών και βιωμάτων. Έχουν, όμως, αναφερθεί και κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παιδιών που τα καθιστά ακόμα πιο ευάλωτα σε αυτή τη διαδικασία. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι:

Α) παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη αυτοπεποίθησης, καθώς είναι πιο εύκολο να απομονωθούν συναισθηματικά ή σωματικά.

Β) παιδιά με συναισθηματικά προβλήματα (μοναξιά, αποξένωση, κατάθλιψη) ή με προβλήματα στις σχέσεις με γονείς, σχολείο και συνομήλικους (Berson, 2002), καθώς συχνά αναζητούν βοήθεια και είναι πρόθυμα προκειμένου να κερδίσουν την αίσθηση του «ανήκειν».

Γ) παιδιά που δείχνουν αφελή και υπερβολική εμπιστοσύνη στους άλλους, καθώς προθυμοποιούνται να συζητήσουν διαδικτυακά με αγνώστους και δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τους κινδύνους.

Δ) έφηβοι, καθότι τους απασχολούν και τους ενδιαφέρουν τα σεξουαλικά ζητήματα και συνήθως είναι πρόθυμοι να μιλήσουν για αυτά.
Επιπλέον, αγόρια ή κορίτσια που ανήκουν στην ΛΟΑΤ κοινότητα φαίνεται να είναι μια ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα για διαδικτυακή σεξουαλική θυματοποίηση, καθώς τείνουν να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλικότητά τους ή για να συναντήσουν πιθανούς ερωτικούς συντρόφους (Wolak et al., 2008).

About Author

Enroll Your Words